Η αμνιοπαρακέντηση είναι η επέμβαση με την οποία λαμβάνεται μικρή ποσότητα υγρού από τον αμνιακό σάκκο με σκοπό τη διενέργεια διαγνωστικών γενετικών ελέγχων στο έμβρυο. Το αμνιακό υγρό μετά τις 16 εβδομάδες κύησης, οπότε και γίνεται η λήψη, είναι ουσιαστικά τα εμβρυϊκά ούρα και περιέχει κύτταρα από το ουροποιητικό, το αναπνευστικό, το στόμα και το δέρμα του εμβρύου. Έτσι το αμνιακό υγρό αποτελεί άριστη πηγή εμβρυϊκού γενετικού υλικού το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε γενετική ανάλυση.

Η αμνιοπαρακέντηση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 με σκοπό τον έλεγχο του αμνιακού υγρού για χολερυθρίνη σε κυήσεις με ασυμβατότητα Rhesus και στα επόμενα χρόνια τον έλεγχο των χρωμοσωμάτων. Σήμερα η τεχνική έχει εξελιχθεί και γίνεται με άμεση υπερηχογραφική απεικόνιση.

Η ασφάλεια της μεθόδου έχει ελεγχθεί από μεγάλες μελέτες σε δεκάδες χιλιάδες κυήσεις και τα αποτελέσματα της τελευταίας δεκαετίας επιβεβαιώνουν πολύ μικρό ποσοστό επιπλοκών. Οι αναφερόμενες επιπλοκές είναι η αποβολή (περίπου 1-3 στις 1000 επεμβάσεις) και η ρήξη θυλακίου με αποτέλεσμα την, παροδική συνήθως, απώλεια αμνιακού υγρού.