Η υπερηχογραφική εξέταση που γίνεται στις 11-13 εβδομάδες ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ο αρχικός στόχος ήταν η μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας με σκοπό την εκτίμηση της πιθανότητας για το σύνδρομο Down. Προοδευτικά αυτό το υπερηχογράφημα εξελίχθηκε ώστε  να μπορεί να περιλάβει  έναν αναλυτικό έλεγχο του εμβρύου αλλά και μια εκτίμηση των πιθανοτήτων για σοβαρές επιπλοκές της κύησης.

Πλέον με το υπερηχογράφημα στις 11-13 εβδομάδες μπορούμε να πάρουμε τις εξής πληροφορίες:

  1. Να υπολογίσουμε με ακρίβεια την ηλικία κύησης.

Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία όταν η μητέρα δεν είναι βέβαιη για την τελευταία περίοδο ή δεν έχει σταθερό κύκλο ή έχει υπάρξει πρόσφατη κύηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις η χρονολόγηση της κύησης βασίζεται στη μέτρηση του μήκους του εμβρύου (κεφαλουραίο μήκος, CRL).

  1. Να υπολογίσουμε την πιθανότητα για τρεις σημαντικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες δηλαδή τις τρισωμίες 21 (σύνδρομο Down), 18 (σύνδρομο Edwards) και 13 (σύνδρομο Patau).

Συνδυάζοντας την ηλικία της μητέρας, υπερηχογραφικούς δείκτες (με σημαντικότερη την αυχενική διαφάνεια) και βιοχημικούς δείκτες (ουσίες που προέρχονται από τον πλακούντα και κυκλοφορούν στο αίμα της μητέρας), ειδικά μαθηματικά μοντέλα μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε  τον κίνδυνο για κάθε έμβρυο να πάσχει από τα τρία αυτά σύνδρομα.

Η αυχενική διαφάνεια, που είναι το υγρό που συγκεντρώνεται στον αυχένα του εμβρύου αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο της κύησης, είναι μια σημαντική υπερηχογραφική μέτρηση. Επειδή η αυξημένη ποσότητα υγρού είναι ένας μη ειδικός δείκτης που έχει συνδεθεί με διάφορα προβλήματα (χρωμοσωμικές ανωμαλίες ή/και ανατομικές ανωμαλίες), συνιστάται εξειδικευμένη παρακολούθηση για τα έμβρυα με αυξημένη αυχενική διαφάνεια.

  1. Να ελέγξουμε τα όργανα του εμβρύου.

Σημαντικό κομμάτι της εξέτασης στις 11-13 εβδομάδες είναι ο έλεγχος της ανατομίας του εμβρύου. Ελέγχονται οι βασικές ανατομικές δομές του εμβρύου (εγκέφαλος, καρδιά, στομάχι, ουροδόχος κύστη, σπονδυλική στήλη, άκρα) ώστε σε αυτή την πρώτη αναλυτική εξέταση μπορούμε να διαγνώσουμε περίπου τις μισές από τις σοβαρές ανατομικές ανωμαλίες.

  1. Να υπολογίσουμε την πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών για την έγκυο και το έμβρυο.

Η εξέταση της ροής του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες της μητέρας σε συνδυασμό με τον έλεγχο της αρτηριακής της πίεσης και τη μέτρησης μιας πλακουντιακής ορμόνης, της PLGF, μας επιτρέπει να υπολογίσουμε τον προσωπικό κίνδυνο κάθε εγκύου να εμφανίσει μια επικίνδυνη επιπλοκή της κύησης, την προεκλαμψία.  Σε έγκυες με αυξημένη πιθανότητα συνιστάται προληπτική χορήγηση ασπιρίνης.

Η μέτρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας επιτρέπει την ανίχνευση μιας μικρής μειοψηφίας εγκύων με πολύ μικρό μήκος που χρειάζονται ιδιαίτερη παρακολούθηση λόγω της αυξημένης πιθανότητας πρόωρου τοκετού.

Η τόσο σημαντική αυτή εξέταση, το υπερηχογράφημα των 11-13 εβδομάδων, πρέπει να γίνεται από ιατρούς με ανάλογη εκπαίδευση και πιστοποίηση (https://fetalmedicine.org).